πυροβολητής

πυροβολητής
ο
στρατιώτης ή ναύτης χειριστής του πυροβόλου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πυροβολητής — ο, Ν στρατιώτης ή ναύτης ασχολούμενος με τον χειρισμό πυροβόλου, κανονιέρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυροβολώ. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. πυροβοληταί, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • δεξιοστάτης — ο (Α δεξιοστάτης) νεοελλ. ναυτ. πυροβολητής που παίρνει θέση στα δεξιά τού πυροβόλου αρχ. ο επικεφαλής τού δεξιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + στάτης < ίστημι] …   Dictionary of Greek

  • εκκαυματοποιός — ο τεχνίτης ή πυροβολητής που κατασκευάζει έκκαυμα …   Dictionary of Greek

  • κανονιέρης — ο 1. πυροβολητής 2. μτφ. α) αυτός που συστηματικά αποφεύγει να εξοφλεί τα χρέη του, χρεωκοπημένος β) αυτός που απουσιάζει συστηματικά και αδικαιολόγητα από την εργασία του, κυρίως για μαθητές γ) μαθητής που απέτυχε στα μαθήματα, που απορρίφθηκε.… …   Dictionary of Greek

  • λουμπαρδάρης — ο (Μ λουμπαρδάρης) [λουμπάρδα] πυροβολητής, κανονιέρης …   Dictionary of Greek

  • μπομπαρδάρης — ο (Μ μπομπαρδάρης και μπουμπαρδάρης) [μπομπάρδα] πυροβολητής, κανονιέρης …   Dictionary of Greek

  • μπομπαρδιέρης — και πουμπαρδιέρης, ὁ (Μ) [μπομπάρδα] πυροβολητής, κανονιέρης …   Dictionary of Greek

  • τοπσής — ο, Ν (παλ. τ.) πυροβολητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. top «σφαίρα»] …   Dictionary of Greek

  • Αγαπητού, Πανταζής — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τις Σπέτσες και ήταν πυροβολητής σε σπετσιώτικα πολεμικά πλοία …   Dictionary of Greek

  • Αγγελή — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αργύρης. Καταγόταν από την περιοχή του Ολύμπου. Πολέμησε στη Μακεδονία, στη Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο. 2. Γεωργάκης. Καταγόταν από το χωριό Βάγια της περιοχής της Θήβας. 3. Γεώργιος. Καταγόταν από τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”